αβαράρω

αβαράρω
μετ. мор. отталкивать (лодку и т. п.);
§ αβάρα από δω! убирайся отсюда!, отчаливай!

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αβαράρω" в других словарях:

  • αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… …   Dictionary of Greek

  • αβαράρω — (λ. ιταλ.), αόρ. αβάραρα, προστ. αβάρα, απωθώ, απομακρύνω πλοίο: Αβάρα από δω! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβάρα — βλ. αβαράρω …   Dictionary of Greek

  • αβαράρισμα — το [αβαράρω] 1. η καθέλκυση πλοίου 2. η απομάκρυνση πλοίου από την ακτή με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσαράξεως ή προσκρούσεώς του σ’ αυτήν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»